Κλινικός ψυχολόγος

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015



  

Τι είναι η Διπολική διαταραχή ή μανιοκατάθλιψη;



   Η Διπολική διαταραχή ή μανιοκατάθλιψη θεωρείται μια από τις πιο σοβαρές ψυχικές παθήσεις, λόγο της μεγάλης ποικιλομορφίας της διαταραχής, όπως η συχνότητα και η διάρκεια των επεισοδίων. Κύριο χαρακτηριστικό της διπολικής διαταραχής είναι οι εναλλαγές στις συναισθηματικές «φάσεις» μεταξύ μανίας και κατάθλιψης. Συνήθως  εμφανίζετε σε οποιαδήποτε ηλικία, κυρίως προς τα τέλη της εφηβείας ή στις αρχές της ενήλικης ζωής. Εμφάνιση διπολικής διαταραχής σε άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών, προκαλεί υποψίες για την ύπαρξη κάποιου «οργανικού» παράγοντα, δηλαδή κάποιου άλλου αιτίου, που προκαλεί τη νόσο, γεγονός που απαιτεί ιδιαίτερη ιατρική διερεύνηση.
Στη φάση της μανίας συνήθως παρατηρείται έξαρση, υπερκινητικότητα και συναισθηματική διέγερση, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο ασθενής χάνει εντελώς επαφή με την πραγματικότητα. Άλλα χαρακτηριστικά της μανιακής φάσης είναι η αίσθηση μεγαλομανίας, μειωμένη ανάγκη ύπνου, λογοδιάρροια, υπερδιέγερση σκέψης ή αδυναμία συγκέντρωσης, αυξημένη ενέργεια για δραστηριότητες και αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα.
  Η άλλη συναισθηματική φάση, που θεωρείται κυρίαρχο σύμπτωμα, είναι η κατάθλιψη με σημαντικές διακυμάνσεις κατά διαστήματα. Στη φάση αυτή το άτομο βιώνει συναίσθημα θλίψης, πεσμένη διάθεση, ανηδονία, απάθεια, διαταραχή βάρους (μείωση η αύξηση) διαταραχή  ύπνου (μείωση η αύξηση), αδυναμία συγκέντρωσης, αυτοκτονικούς ιδεασμούς, και προβλήματα λειτουργίας στο επαγγελματικό, κοινωνικό, ή οικογενειακό περιβάλλον.
Το ενδιάμεσο σημείο των συμπτωμάτων που βιώνει το άτομο είναι η Υπομανία  που μπορεί να διαρκέσει  πιο μικρή  περίοδο ( τεσσάρων ημερών περίπου) και συνήθως  χαρακτηρίζεται από τα ίδια συμπτώματα της μανίας, τα οποία όμως εμφανίζονται σε πιο ελαφριά μορφή.
Η θεραπεία της Διπολικής διαταραχής έχει ως στόχο ο πάσχων άνθρωπος να πετύχει μια σταθεροποίηση των διακυμάνσεων της νόσου και να ζει έτσι μια φυσιολογική ζωή καθώς η φύση της νόσου είναι υποτροπιάζουσα.
Στις μέρες μας εφαρμόζεται αποτελεσματικά η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία σε συνδυασμό με φαρμακοθεραπεία (αντιψυχωτικά, βενζοδιαζεπίνες, αντικαταθλιπτικά) η οποία  βοηθά τα άτομα με μανιοκατάθλιψη στο  να μπορούν να ελέγχουν τα δυσλειτουργικά και αρνητικά σχήματα σκέψεων και συμπεριφορών. Σημαντικά βοηθητική είναι η παρέμβαση οικογενειακής θεραπείας που εστιάζει στη διαχείριση του στρες, των συγκρούσεων και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Στόχος είναι η βελτίωση της λειτουργικότητας της οικογένειας ως μιας υγιούς ομάδας που αποτελείται από τα άτομα-μέλη.

Eυάγγελος Ορφανίδης  εγγεγραμμένος Κλινικός Ψυχολόγος

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

 

 

Όταν το παιδί μας, λέει ψέματα…



 Το ψέμα είναι κάτι που προβλημάτιζε ανέκαθεν τους γονείς. Στην πραγματικότητα, όμως, το ψέμα είναι μέρος της συμπεριφοράς και απαραίτητο στοιχείο της ανάπτυξης του παιδιού. Είναι μια «ικανότητα» που έχουν όλα τα παιδιά και την χρησιμοποιούν περίτεχνα, κυρίως για την αποφυγή της τιμωρίας ή και ενοχής.
Μέχρι το παιδί να κλείσει τα επτά, συχνά συγχέει την πραγματικότητα με την φαντασία. Μερικές φορές ακούμε το παιδί να λέει π.χ. «είδα ένα ιπτάμενο ελέφαντα». Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί ψέμα. Η φαντασίωση διαφέρει από το ψέμα όταν το παιδί δεν θέλει να επιτύχει κάτι μ’ αυτό, να χειραγωγήσει ή να παρουσιάσει το επιθυμητό για πραγματικό.    
Ακόμη και αν το παιδί βάζει φαντασία στην πραγματικότητα π.χ. «ο δράκος έχυσε το γάλα στο πάτωμα», δεν το κατακρίνουμε και προσπαθούμε να απαντούμε μέσα από την δική του πραγματικότητα, π.χ.: «Εγώ νομίζω ότι νιώθεις άσχημα που έχυσες το γάλα στο πάτωμα και θα ήθελες να ήταν ο δράκος που το έκανε». Υπάρχουν, όμως, και άλλα ψέματα που δεν πρέπει να παρακάμπτονται.
Το ψέμα είναι η πρώτη ένδειξη απουσίας εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιού και ενήλικα. Μπορούμε να το δούμε ως μια γενική ανασφάλεια που έχει το παιδί απέναντι στους γονείς του. Είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι τα παιδιά δεν λένε ψέματα χωρίς λόγο. Το ψέμα για το παιδί είναι ένας τρόπος για να αλλάξει κάτι στη ζωή του, είναι η διέξοδος από κάτι συνήθως αρνητικό. Όταν προσπαθούμε απλώς να εξαλείψουμε το ψέμα από τη σχέση μας με το παιδί, χάνουμε απλώς το χρόνο μας χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να διερωτηθούμε γιατί το παιδί λέει ψέματα, συζητώντας μαζί  του το «γιατί», χωρίς να είμαστε επικριτικοί. Αυτό από μόνο του δεν θα φέρει αποτελέσματα, αλλά θα δημιουργήσετε καινούργια θετικά δεσμά εμπιστοσύνης και κατανόησης, μειώνοντας έτσι τα κίνητρα του παιδιού σας να λέει ψέματα. Σε αντίθεση με τα πιο μικρά παιδιά, τα παιδιά μικρότερης σχολικής ηλικίας  λένε συνειδητά ψέματα και οι συνηθέστεροι λόγοι είναι:

*Να αποφύγουν τιμωρία ή ενοχή για κάτι που έκαναν.
*Να εκφράσουν θυμό στους γονείς.
*Για να επαινεθούν από τους ενήλικες.
Τα πιο μεγάλα παιδιά έχουν διαφορετικά κίνητρα, όπως:
*Να τραβήξουν προσοχή και αυτοπροβολή.
*Να καλύψουν φίλους τους.
*Για να μην αποκαλυφτεί μυστικό.
*Για να δοκιμάσουν τα όρια κάποιου ατόμου.
*Για να δοκιμάσουν την δύναμη τους.
*Για να αποφύγουν την αμηχανία ή ντροπή.
*Προβλήματα σε ομάδα (οικογένεια, σχολείο).

Ωστόσο, τα παιδιά άνω των 10 ετών που λένε συχνά ψέματα, δεν είναι καλό σημάδι και ίσως δεν θα έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε με χιούμορ ή περιφρόνηση. Το πρώτο βήμα είναι η διερεύνηση, γιατί το παιδί είπε ψέματα. Οι πιο κοινές αιτίες συνήθως είναι το συναίσθημα της ζήλειας και ο ανταγωνισμός, όπως και ο φόβος της απόρριψης και η ανάγκη του παιδιού για περισσότερη προσοχή και αποδοχή από τους γονείς. Το παιδί αδυνατεί  να βρει εναλλακτικές λύσεις για να τραβήξει την προσοχή των ενηλίκων, και  όσο παράδοξο και αν ακούγεται το παιδί  καταφεύγει στο  «παράπτωμα», προτιμώντας να τιμωρηθεί αντί να αγνοηθεί.
Πώς μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο του ψέματος, τις δικαιολογίες και το μπλέξιμο της φαντασίας με την πραγματικότητα;
*Δημιουργήστε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης ανάμεσα σε εσάς και το παιδί, χωρίς το παιδί να μετανιώνει που μοιράστηκε το μυστικό του με εσάς.
*Η σωματική τιμωρία φέρνει πάντα τα αντίθετα αποτελέσματα.

Εξηγείστε στο παιδί σας τις συνέπειες του ψέματος, όπως:
*Το ψέμα είναι εμπόδιο στο δρόμο για την αγάπη και την εμπιστοσύνη, και βλάπτει τις σχέσεις των ανθρώπων.
*Το ψέμα πάντα αποκαλύπτεται (δεν ισχύει για την πολιτική).
*Το ψέμα μπορεί να μας ανακουφίζει αλλά μόνο για λίγο.
Εάν το παιδί λέει ψέματα είναι καθήκον μας με το δικό μας προσωπικό παράδειγμα και όχι με τις λέξεις, να του μεταδώσουμε τη σημαντικότητα του να είμαστε αληθινοί και υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, και ότι το σπίτι μας δεν είναι ένας τόπος όπου τα πάντα τιμωρούνται και κατακρίνονται, αλλά ένας τόπος όπου το παιδί μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, παίρνοντας αγάπη και υποστήριξη όταν το χρειάζεται.

Ευάγγελος Ορφανίδης - εγγεγραμμένος Κλινικός Ψυχολόγος

Ο Ναρκισσισμός ως μια σοβαρή ψυχική διαταραχή-Πού οφείλεται και τα χαρακτηριστικά του Νάρκισσου

 Όλοι έχουμε ακούσει για τον μύθο του Νάρκισσου απ’ όπου έχει δανειστεί και χρησιμοποιηθεί ως έννοια στη ψυχανάλυση από τον Σ. Φρόυντ στο βιβλίο του «Για τον Ναρκισσισμό, Η εισαγωγή» (1914).Ο Ναρκισσισμός είναι μια λέξη που λέμε συχνά, συνήθως αστειευόμενοι, θέλοντας να χαρακτηρίσουμε την αυταρέσκεια, την αλαζονεία ή την υπεροψία που έχει ένα άτομο. Στην ουσία όμως, ο Ναρκισσισμός είναι το παθολογικά εγωκεντρικό άτομο ή παθολογική μεγαλομανία. Βέβαια, είναι μια σοβαρή ψυχική διαταραχή, στην οποία το άτομο έχει μια διογκωμένη αίσθηση θαυμασμού και αυτοερωτισμού της ύπαρξής του, όπως και την έντονα ηδονιστική ανάγκη του για θαυμασμό και αποδοχή από τον περίγυρο. Ωστόσο, πίσω από την μάσκα της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης κρύβεται το αληθινό πρόσωπο της Ναρκισσιστικής προσωπικότητας, που έχει μια πολύ εύθραυστη αυτοεκτίμηση, έλλειψη ανεκτικότητας στη παραμικρή κριτική και έντονο φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα καταρρεύσει η αυτοεκτίμηση του.
Είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουμε μια Ναρκισσιστική προσωπικότητα λόγω των εμφανών χαρακτηριστικών, όπως η αστείρευτη ανάγκη που έχουν να επιδεικνύουν τα προτερήματα και τα χαρίσματά τους με υπερβολικό τρόπο.  Αυτό βέβαια λειτουργεί για να αντισταθμίζει εσωτερικά την ανασφάλεια, το κενό και το αίσθημα κατωτερότητας που τους διακατέχει.
Τα χαρακτηριστικά
Τα άτομα με Ναρκισσιστική διαταραχή έχουν στην πλειοψηφία τους τα εξής χαρακτηριστικά:
*Απουσία ενσυναίσθησης.  Είναι αυτό που λέμε «δεν μπαίνει στη θέση του άλλου»,  αδιαφορεί για το πώς νιώθει ο άλλος.
*Είναι απορροφημένος στις φαντασιώσεις του για επιτυχία, σαγηνευτική εμφάνιση, λάμψη, υπεροχή και γενικά ότι εξυψώνει το «Εγώ» του.
*Εκμεταλλεύεται συνειδητά άλλα άτομα για να επιτύχει του σκοπούς του.
*Έχει την αίσθηση ότι οι άλλοι τον ζηλεύουν. 
*Επιδιώκει να συναναστρέφεται μόνο με άτομα της δικής του «ευφυΐας» και της «ανώτερης τάξης».
*Μεγαλειώδης αίσθηση σπουδαιότητας και μοναδικότητας σε όποιο θέμα καταπιαστεί, απαιτώντας τον ανάλογο θαυμασμό έστω και χωρίς επιτεύγματα.
*Απαιτεί από τους άλλους να προσαρμόζονται στο πρόγραμμα του και στα «θέλω» του.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, είναι η αδυναμία των ατόμων αυτών να επισυνάψουν αληθινές σχέσεις, που αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βιώνουν έντονο αίσθημα μοναξιάς, οδηγώντας τα άτομα αυτά στην κατάθλιψη.  Αυτό συμβαίνει λόγω της ανάγκης του ατόμου να χρησιμοποιήσει τον/την σύντροφό του ως μέσο προβολής, αδιαφορώντας για το συναισθηματικό κομμάτι μιας σχέσης. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται και στις φιλικές σχέσεις του Νάρκισσου, αναζητώντας «φίλους» της «ψηλής κοινωνίας» με σκοπό να κερδίσει τον θαυμασμό και την εκτίμηση των γύρω του. Ο Νάρκισσος δεν έχει την ικανότητα να δεθεί συναισθηματικά με άλλα άτομα λόγω της υπερβολικής προσπάθειας που καταβάλει να κατευνάζει την «πείνα» του για αναγνώριση και επιβεβαίωση της αξίας του.
Όπως ισχύει σε πολλούς τύπους διαταραχών, τα αίτια οφείλονται σε διάφορους βιοψυχοκοινωνικούς παράγοντες, όπως είναι η κληρονομικότητα και η ποιότητα της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και τους γονείς κατά την παιδική ηλικία.  Όλοι μας έχουμε περάσει από το στάδιο του υγιή Ναρκισσισμού τους πρώτους μήνες της ζωής μας μέσα από την βιολογική μας ρύθμιση για αυτοσυντήρηση και επιβίωση. Τους πρώτους μήνες το βρέφος συμπεριφέρεται εγωκεντρικά απαιτώντας την κάλυψη των βασικών του αναγκών χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τα αισθήματα και τις ανάγκες των άλλων έξω από αυτό.
Οι γονείς πολλές φορές ενισχύουν την δική τους αυτοεκτίμηση μέσα από τα χαρίσματα των παιδιών τους,  αλλά αυτό από μόνο του βέβαια δεν βλάπτει καθώς όλοι απολαμβάνουμε τον θαυμασμό των γονιών μας. Ο παθολογικά Ναρκισσισμός όμως αναπτύσσεται όταν το παιδί γίνεται ναρκισσιστική προέκταση των γονιών του και είναι αποδεκτό μόνο μέσα από τα επιτεύγματα και τα χαρίσματά του, υιοθετώντας έτσι τον «ψευδή εαυτό». Όπως είπε ο Winnicott, ένα εαυτό χωρίς ψεγάδια, πιο αποδεκτό, και πιο κοντά στις προσδοκίες των γονιών του και των άλλων γενικότερα.  Επίσης, ένα επικριτικό οικογενειακό περιβάλλον με συνεχή αξιολόγηση συμβάλει στην ανάπτυξη ναρκισσιστικής προσωπικότητας.
Σε οικογένειες όπου το παιδί επαινείται συνεχώς χωρίς τα ανάλογα επιτεύγματα, τείνει να αναπτύσσει μια μη ρεαλιστική αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση, μεγαλώνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ του αληθινού εαυτού(αυτό που αισθάνεται ότι είναι) και του εαυτού που παρουσιάζει προς τα έξω, του ιδεατού εαυτού.
Μια πιο πρόσφατη μελέτη αναδεικνύει μια άλλη αιτία που είναι συνυφασμένη με την εποχή μας και το σύστημα γενικότερα.  Σαν μέρος του δυτικού κόσμου βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από τα Μέσα για το τι είναι και πώς είναι το ιδανικό, οδηγώντας το άτομο να καταπνίγει τις αληθινές του ανάγκες και συναισθήματα δημιουργώντας ένα πιο αποδεχτό εαυτό με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά.
Τα άτομα με Ναρκισσιστική προσωπικότητα σπάνια ζητούν βοήθεια από επαγγελματία ψυχικής υγείας λόγω της ναρκισσιστικής τους ψυχοσύνθεσης.  Συνήθως, επισκέπτονται ειδικούς μετά από καταθλιπτικά επεισόδια, όπου και βοηθούνται να ξεσκεπάσουν, να αποδεχτούν και να δουν με μια πιο ρεαλιστική ματιά τον εαυτό τους και τους άλλους, αποκτώντας ενσυναίσθηση και ετοιμότητα στο να δημιουργεί πιο λειτουργικές σχέσεις με το περιβάλλον του.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015



Η παιδική επιθετικότητα, ο ρόλος των γονιών και τα διάφορα επίπεδα αντιμετώπισής της



Η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών σε όλες τις εκφάνσεις της είναι κάτι που προβληματίζει πολλούς γονείς, παρόλο που αυτό είναι ένα φυσιολογικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού. Όπως αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξη της η δρ. Ναντίν Μπλοκ διευθύντρια του ψυχοθεραπευτικού ινστιτούτου του Κολόμπο των ΗΠΑ: «Σε ορισμένες περιπτώσεις το κτύπημα και το δάγκωμα είναι απόλυτα φυσιολογικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αγνοήσετε αυτές τις καταστάσεις και πρέπει να εξηγείτε στο παιδί σας ποιοι είναι οι αποδεκτοί και μη αποδεκτοί τρόποι εκτόνωσης του θυμού».
Η επιθετικότητα στα παιδιά γίνεται διακριτή από τους πρώτους έξι μήνες ζωής. Χαρακτηριστικό του συναισθήματος αυτού είναι η άμεση ανάγκη αποφόρτισης και εξωτερίκευσης θυμού με σκοπό να προκληθεί πόνος, αναστάτωση και άγχος στους άλλους. Το μικρό παιδί αντιδρά με θυμό στις ματαιώσεις, όπως στην αργοπορία του θηλασμού, στην αϋπνία κλπ, αντιδρώντας με κλάματα, ξεφωνητά, κράτημα της αναπνοής και οτιδήποτε θα το βοηθήσει να εκτονώσει αυτό το έντονο συναίσθημα. Στη νηπιακή ηλικία το παιδί αντιλαμβάνεται ότι μέσω της επιθετικότητάς του μπορεί να διαπραγματευτεί με τον περίγυρο του στο να εκπληρωθούν άμεσα οι επιθυμίες του. Στην προσχολική ηλικία παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της σωματικής βίας ως μέσο εκτόνωσης του θυμού με κλωτσιές, δαγκωματιές και καταστροφές αντικειμένων. Στις πιο μεγάλες ηλικίες το παιδί ανακαλύπτει άλλους τρόπους εξωτερίκευσης του θυμού χρησιμοποιώντας περισσότερο λεκτικά σχήματα με απειλές και βρισιές.
Μπορούμε να αποδώσουμε την κύρια αιτία της συμπεριφοράς αυτής στην επιθετικότητα των γονέων, οι οποίοι γίνονται πρότυπα προς μίμηση, καθώς και τις υπερβολικά τιμωρητικές τακτικές διαπαιδαγώγησης που εφαρμόζουν χωρίς λεκτική επικοινωνία και καθοδήγηση. Τα διαζύγια με έντονες αντιδικίες καθιστούν το παιδί έρμαιο της διαμάχης αυτής διαταράσσοντας τη συμπεριφορά του παιδιού προς το περιβάλλον με ξεσπάσματα επιθετικής συμπεριφοράς. Επίσης, όπως και στις πλείστες περιπτώσεις, οι λανθασμένες πεποιθήσεις του τύπου «το ξύλο βγήκε από το παράδεισο» και «αν σου πει ή σου κάνει κάτι κακό κάποιος να τον χτυπήσεις», μαθαίνουν στο παιδί να καταφεύγει σε κάθε είδους βία ως μέσο επίλυσης προβλημάτων.
 Η αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της παιδικής επιθετικότητας πρέπει να γίνεται σε διάφορα επίπεδα. Το πιο βασικό είναι τα σωστά πρότυπα που δίνουμε στο παιδί μας. Πώς μπορώ να μάθω στο παιδί μου να μην είναι επιθετικό, όταν εγώ το κτυπώ για να το συνετίσω ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την επιθετική διάθεσή του; Όταν, όμως, συμπεριφερόμαστε ευγενικά και με ήρεμο τρόπο, το παιδί μιμείται τη συμπεριφορά μας αυτή, μαθαίνοντας από τις ενέργειες μας και όχι απλώς από τα λόγια μας. Προσπαθούμε να επιβραβεύουμε τη θετική συμπεριφορά (χωρίς υπερβολές) ενισχύοντας την και ενθαρρύνοντας το παιδί να ελέγχει και να εξωτερικεύει τα αρνητικά συναισθήματα του με συζήτηση ή άλλους μη βίαιους τρόπους. Η ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί, η υποστηρικτική στάση και η κατανόηση, είναι το κλειδί για τις περισσότερες αποκλίνουσες συμπεριφορές.
 *Κλινικός Ψυχολόγος

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

 

 

Πέντε τρόποι διευκόλυνσης για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας


Οι μελισσούλες, τα αρκουδάκια και τα κουνελάκια ήταν για πολλούς από εμάς οι ήρωες διηγημάτων για την σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση. Στο σχολείο όλοι θα θυμόμαστε τις αντιδράσεις και την αμηχανία των συμμαθητών μας όταν μας διδάσκονταν τα μέρη του σώματος και πιο συγκεκριμένα των γεννητικών οργάνων. Αυτές οι αντιδράσεις βέβαια φανέρωναν την καθυστέρηση που προηγήθηκε στο να μας επεξηγηθεί με σωστούς όρους η ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή το παιδί στα πρώτα του σεξουαλικά σκιρτήματα τείνει να στρέφεται αρχικά προς τους γονείς για πληροφορίες, αν ο γονιός δεν ανταποκριθεί με ωριμότητα στο ζήτημα αυτό το παιδί θα στραφεί στο διαδίκτυο ή σε φίλους-που πιθανόν κι αυτοί να είχαν σεξουαλική διαπαιδαγώγηση με ήρωες του ζωικού βασιλείου.

Στη συνέχεια του άρθρου προτείνω πέντε τρόπους που θα ευκολύνουν την «αποστολή» του γονιού σε ένα ζήτημα που ακόμη και στις μέρες μας θεωρείται ταμπού.

1. Ξεκινήστε από νωρίς να μιλάτε στα παιδιά σας για τα μέρη του σώματος και για την αναπαραγωγή με απλά λόγια και με τις κατάλληλες ορολογίες ώστε να μπορεί να τα κατανοήσει . Μέσα από αυτή τη συζήτηση τα παιδιά μαθαίνουν το σώμα τους και τα όρια που έχουν οι άλλοι σε αυτό. Μια τέτοια συζήτηση μπορεί να ξεκινήσει με αφορμή μια εγκυμοσύνη από το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον, από μια εκπομπή στη τηλεόραση ή από την καθημερινότητα του παιδιού.

2. Αφήστε «ανοιχτά» τα κανάλια επικοινωνίας σε ό,τι αφορά την σεξουαλικότητα. Είναι σημαντικό να είστε ειλικρινείς και ακριβείς στο θέμα αυτό, μεταφέροντας έτσι τις ηθικές αξίες και τις αρχές σας στο παιδί. Μελέτες αποδεικνύουν το πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος των γονιών στο να έχουν οι έφηβοι μελλοντικές υγιείς και υπεύθυνες σεξουαλικές συμπεριφορές.

3. Ακούστε προσεχτικά τι έχουν να πουν τα παιδιά σας. Όσο πιο πολύ ακούτε τις σκέψεις των παιδιών σας, τόσο πιο αποτελεσματικά θα μπορέσετε να τα καθοδηγήσετε. Η σωστή καθοδήγηση γίνεται με δεκτικότητα και σεβασμό, χωρίς να είστε επικριτικοί. Για παράδειγμα αν το παιδί ακούει «...καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι» ή «...κάποτε διερωτήθηκα κι εγώ το ίδιο» αισθάνεται πιο άνετα στο να κάνει ερωτήσεις και να ανοίξει συζητήσεις γύρω από το σεξ. Είναι σχεδόν βέβαιο πως οι ερωτήσεις θα σας φέρουν σε δύσκολη θέση, το σημαντικό είναι να παραμείνετε ψύχραιμοι και να απαντάτε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις και με τρόπο που θα κατανοήσει ένα παιδί στη δεδομένη ηλικία. Αν κάτι δεν γνωρίζετε  μην νιώσετε άβολα να το πείτε.

4. Σιγουρευτείτε ότι το παιδί σας κατανοεί όσα συζητάτε. Αν χρειαστεί ζητήστε από το παιδί να σας επαναλάβει αυτό που άκουσε με δικά του λόγια. Ισχύει το ίδιο και για τους γονείς. Είναι καλό να επαληθεύεται την απορία του παιδιού. Αυτό πρέπει να γίνεται για να αποφευχθεί η όποια διαστρέβλωση των ερωτήσεων-απαντήσεων λόγο τις πιθανής αμηχανίας και της ντροπής που αισθάνονται και οι δυο πλευρές.

5. Αποφεύγετε να απαντάτε με φλυαρία. Προτιμήστε τον διάλογο παρά την διάλεξη. Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρέπει να αρχίζει από μικρή ηλικία για να εντάσσεται σταδιακά -με δόσεις- το παιδί στην εξερεύνηση του ζητήματος αυτού. Σε αυτές τις συζητήσεις πρέπει να εμπεριέχονται τα βασικότερα συστατικά μιας υγιούς σεξουαλικότητας που είναι ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, ο αυτοσεβασμός και η εμπιστοσύνη.


Κλινικός Ψυχολόγος
angelospsy@gmail.com